- εξασφαλιστικός
- -ή, -όπου εξασφαλίζει, που συντελεί στην εξασφάλιση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξασφαλιστικός — ή, ό αυτός που προσφέρεται για εξασφάλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξασφαλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Κωνστ. Φρεαρίτη] … Dictionary of Greek
κατοχυρωτικός — ή, ό [κατοχυρώνω] 1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για την καλή οχύρωση ενός πράγματος 2. αυτός που συντελεί στην εξασφάλιση, προστατευτικός, εξασφαλιστικός (α. «κατοχυρωτικός νόμος» β. «κατοχυρωτικό διάταγμα») … Dictionary of Greek